- ἀνέκκριτος
- ἀνέκ-κρῐτος, ον,A not emptied, γαστήρ Poet.deherb.137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανέκκριτος — ἀνέκκριτος, ον (Α) (για το πεπτικό σύστημα) που δεν παρουσιάζει κανονικές κενώσεις … Dictionary of Greek
ἀνέκκριτον — ἀνέκκριτος not emptied masc/fem acc sg ἀνέκκριτος not emptied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)